- προφυλακτικώς
- προφυλακτικῶς ΝΜΑεπίρρ. βλ. προφυλακτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προφυλακτικῶς — προφυλακτικός prophylactic adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικός — ή, ό / προφυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και προφυλαχτικός, ή, όν Ν [προφυλάσσω] ο κατάλληλος να προφυλάξει από κάτι, αυτός που λαμβάνεται για προφύλαξη (α. «προφυλακτικά μέτρα» β. «προφυλακτικὸν ἰοβόλων», Διοσκ. γ. «προφυλακτικὴ ζώνη», Γαλ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek